Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2020

Το κορίτσι που φώτιζε τον κόσμο δίχως κόπο

Μια μέρα γνώρισα κορίτσι από αυτά που δεν γνωρίζεις εάν πατούν στη γη, στον ουρανό ή και λιγάκι και στα δυο. Την έμαθα ελάχιστα μα ήξερα να ψάχνω με τα μάτια μου σε ανύποπτες στιγμές τα δικά της. Κάποτε τα έπιανα να με κοιτούν, κάποτε να ονειροβατούν αλλά κυρίως να ταξιδεύουν. Κορίτσι μελιστάλαχτο, ανέμελο, ιέρεια των χωραφιών και της κουβέντας ποίημα.

Δεν ήξερα τι ήθελα να μου πει μα ήξερα πως θέλω να μου μιλά. Δεν έψαχνα συγκεκριμένες λέξεις μήτε σωστές, παρά μονάχα λόγια από το στόμα της κι ας ήταν δίχως νόημα. Το νόημα δεν βρίσκεται εκεί που το ψάχνεις αλλά εκεί που νιώθεις πως το έχασες για πάντα, άλλωστε. 

Της άρεσε η σοκολάτα, οι πίτσες κι η θάλασσα. Κι άλλα πολλά που ποτέ δεν έμαθα και δεν ξέρω αν θα μάθω αλλά μπορώ να τα φαντάζομαι. Μπορεί να της αρέσει ο ήλιος, τα ντόνατς, τα κορν φλέιξ με μέλι και ο γυμνισμός: πιθανότατα δεν θα μάθω ποτέ μα μπορώ να φαντάζομαι κι αυτό ίσως μου φτάνει. Το κορίτσι αυτό δεν είναι για χόρταση μα για απόλαυση. 

Κι ανάθεμα κι αν ήξερε τι γίνεται στον κόσμο της και τι συμβαίνει στον αλλονών τους κόσμους, δεν ξέρω τι λογίζεται και τι κουβαλάει η γκλάβα της κι ας ήθελα ωσάν τρελός να μάθω. Μου έφτασε που μοιράστηκα μαζί της κάτι μυστικά από αυτά τα χαζά, τα ανέμελα, τα παιδικά, που ανήκουν σε δύο.

Ήταν το κορίτσι πυγολαμπίδα ή κωλοφωτιά όπως τη λέμε στο χωριό μου, το πλάσμα εκείνο που φώτιζε το χώρο με το πέρασμά της δίχως καν να το προσπαθεί: ξέρεις πόσο δύσκολο είναι πλέον να φωτίζεις των αλλονών τις υπάρξεις απλώς αναπνέοντας; Είναι δύσκολο, σχεδόν ουτοπικό, παραλίγο ρομαντικό.

Σε ένα δωμάτιο σβηστό από φώτα, σκοτεινό, μαύρο, που δεν μπορείς ούτε να παρατηρήσεις ούτε μια λάμψη στα μάτια του απέναντι γνωστού σου, μπαίνει μέσα το κορίτσι αγέρωχα, δεν φοβάται το σκοτάδι, το κυριεύει. Δεν φοβάται τη μαυρίλα, την αγκαλιάζει. Δεν φοβάται τις νύχτες μα είναι φίλες της.

Το κορίτσι που φώτιζε τον κόσμο δίχως κόπο

Με άστρα και με έρωτες περνούσε τις νυχτιές της

Δεν ήθελε να αντισταθεί, δεν είχε κιόλας τρόπο

Σε όλης της πλάσης τα αγαθά χάριζε τις καρδιές της



Δευτέρα 14 Σεπτεμβρίου 2020

Κάηκε η κόλαση μα η κόλαση είναι μέσα μας

 Αδαείς, ανενημέρωτοι, δίχως ιδέα για το τι συνέβη εκεί πέρα, πέταξαν ένα «λυπάμαι» και τέλειωσε η μέρα τους ένδοξα όπως κάθε άλλη. Κάηκε η Μόρια, κάηκε η κόλαση, εκεί που έμεναν πολλοί μα δεν θα έπρεπε ποτέ να μείνει κανείς. Και ξεχύθηκαν στους δρόμους με ένα χαμόγελο πολλοί, με απόγνωση άλλοι, πάνω σε τάφους κάποιοι, θαρρείς και γνωρίζουν καλά ποια η μοίρα που τους επιφύλαξε αυτή η «ζωή».

Θα περάσουν δέκα μέρες και δεν θα μείνει τίποτα στη μνήμη παρά μόνο το «έλα μωρέ τους φτιάξανε καινούριο καταυλισμό να μείνουν» κι όλα καλά. Τους φτιάξανε καινούρια κόλαση, τη βαφτίσαν «σπίτι», την ονομάζω νεκροταφείο, και κάθε κατεργάρης στον πάγκο του. Και θέλω να ξέρω πώς μπορούν να κυκλοφορούν με το κεφάλι ψηλά οι υπεύθυνοι, πολλοί και διαχρονικοί, πώς μπορούν να κοιμηθούν τη νύχτα που πάκτωσαν σε λίγα τετραγωνικά γης χιλιάδες ανθρώπους και τους καταδίκασαν σε αιώνιο θάνατο εν ζωή.

Πεθαίνουν κάθε μέρα μα είναι πιο ζωντανοί από όλους μας μαζί. Δεν τρώνε για μέρες μα θα μας φάνε κάποια μέρα στον ήμερο ύπνο μας και καλά θα μας κάνουν, καθώς δεν κάναμε τίποτα για αυτούς. Πίνουν σταγόνες νερό κι εμείς μπουκάλια· εμείς αρκούμαστε στο να σκρολάρουμε κακοδιάθετοι την οθόνη μας κι όλα καλά: δεν το ήξερες; Άμα σκρολάρεις την οθόνη σου γρήγορα, η Μόρια δεν καίγεται, οι άνθρωποι δεν κοιμούνται σε τάφους, τα παιδιά εκεί δεν έχουν τάσεις για αυτοκτονία επειδή τους ρούφηξαν την παιδικότητα.

Τα παιδιά γεννιούνται αγνά: έχεις σκεφτεί ποτέ πώς είναι να έχεις τάσεις αυτοκτονίας; Λογικά μεγάλωσες και κάτι σε οδήγησε εκεί, έστω και φευγαλέα: πολλές δυσκολίες, σκληρές στιγμές, ορυμαγδός συναισθημάτων. Κι εκείνα το περνάνε όλο αυτό στα 5 τους: διανοείσαι ένα παιδί τρυφερό να έχει χάσει όλη του την παιδικότητα και να φαντασιώνεται να πεθάνει γιατί δεν έχει τίποτα στον κόσμο που να το κάνει να ανυπομονεί να ζει; Θυμάσαι που όταν ήσουν παιδί σου έφτιαχνε τη διάθεση ακόμα και το θρόισμα του ανέμου; Στη Μόρια το θρόισμα του ανέμου ήταν έναυσμα πυρκαγιάς την ίδια στιγμή που το στομάχι των μικρών παιδιών ήταν μια τρύπα πιο κενή κι από πυροβολημένο ξύλο, την ίδια ώρα που δεν είχαν να περιμένουν τίποτα καλό κι όλα τα κακά της γης μαζί.

Η Μόρια κάηκε κι Υπουργός της Κυβέρνησης που μην κρυβόμαστε, την ψήφισαν και πολλοί κοντινοί σου, πολλοί κοντινοί μου και ούτω καθ’ εξής (και έξης, θα πω εγώ) είπε πως εντάξει, δεν θα τους χτίζουμε νέα σπίτια όταν καίνε τα παλιά: ας σημειωθεί πως η Κυβέρνηση δεν είναι αυτή που χρηματοδοτεί τους καταυλισμούς αλλά η Ύπατη Αρμοστεία: ας σημειωθεί επίσης πως δεν θα ήθελε ούτε σε απόσταση χιλιομέτρων από εκεί να βρίσκεται κάποιος δικός του άνθρωπος αλλά εντάξει, άλλοι καίγονται άρα εμάς τι μας νοιάζει; Εκλεγμένος. Άνθρωπος. ΑΝΘΡΩΠΟΣ.

Κάηκε η κόλαση μα η κόλαση είναι μέσα μας κι υπεύθυνοι είμαστε όλοι μας.