Κυριακή 11 Αυγούστου 2019

Η κλειδαριά

Την περίμενε. Και υπέφερε.
Τ αυτιά του μάτωναν παλεύοντας να ακούσουν την κλειδαριά να γυρνά. 

Μην ήταν τούτη η κλειδαριά; 
Μονάχα θρόισμα ανέμου.

Μήπως τώρα; 
Μόνο κάτι ξεραμένα φύλλα.

Τώρα ήταν σίγουρα αυτή. 
Μα όχι. 
Τα αυτιά του μάτωσαν. 
Η καρδιά του κάηκε. 
Το μυαλό παραφρόνησε. 

Τώρα γύρισε η κλειδαριά
Τώρα εκείνη σιμώνει στο κρεβάτι 
Τώρα εκείνος πέθανε παλεύοντας 
Ν' ακούσει στη σιγή ένα κλειδί. 


Θησαυρός

Σκοτάδι κι ύστερα λίγο φως
Μα δεν ήταν φως λάμπας μήτε ήλιου
Τα μάτια της είδε, έλαμπαν
Κι έκανε χώρο στο κρεβάτι
Ανεπαίσθητα, μηχανικά από Θεός
έγινε παιχνιδάκι
Να έχει να παίζει η Θύελλα
Να 'χει να ζει για πάντα

Εκείνος είδε τη φωτιά
Εκείνη ήταν η φωτιά

Εκείνη αναστήθηκε
Εκείνος κείτεται νεκρός. 

Αϋπνία

Ατάραχος δήθεν
Δε νοιάζεται δήθεν
Δεν αναρριγάει, δήθεν

Πεθαίνει όμως, σίγουρα
Σιγά - σιγά, αναμένοντας
το χτύπο στο δωμάτιο
τη φωνή στο αυτί
τα χείλη στα χείλη

Κι έτσι αναμένοντας υποκρίνεται
Πως κοιμάται τα βράδια
Πως δεν τον νοιάζουν τα βράδια 
Πως δε φοβάται τα βράδια

Και κάθε βράδυ μόνο ζει
Απ' τη δήθεν αναισθησία του.