Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2018

Κρίση πανικού


Είναι χειρότερο από το να φοβάσαι ότι θα πεθάνεις: είναι λες και είσαι σίγουρος πως όσα έκανες στη ζωή σου είναι ένα λάθος. Πως εσύ ο ίδιος είσαι ένα λάθος. Πώς φτάνουμε ως εδώ; Ποιος μηχανισμός ενεργοποιείται μέσα μου που λέει «θα σε καταστρέψω δίχως λόγο κι αφορμή»; Μουδιάζω, σφίγγομαι, ανακατεύομαι, δεν μπορώ να σταθώ στα πόδια μου, μου κάνω κακό δίχως να ξέρω το λόγο. Πώς γιατρεύεται αυτό; Υποτίθεται πως είναι επειδή έχω περισσότερη ενσυναίσθηση ή περισσότερη συναισθηματική νοημοσύνη από κάποιους άλλους, αλλά δεν είμαι σίγουρος πως τα προτιμώ αυτά από το να κοιμάμαι ήσυχος τα βράδια. Το να πνίγεσαι σε μία κουταλιά πραγματικά, δεν είναι καθόλου εύκολο κυρίως διότι δεν είναι διαχειρίσιμο. Δεν το παραγγέλνω όλο αυτό ούτε κάθομαι κάτω και λέω «σήμερα θα γίνω έτσι, θα αναλογιστώ τις πράξεις μου και τη θέση μου στον κόσμο». Μακάρι να μπορούσα όλα να τα λύσω με ένα κλάμα δυνατό. Με πολλά κλάματα, δεν με νοιάζει. Δε λύνεται τίποτα όμως γιατί δεν είναι στεναχώρια αυτό που έχω για να λυθεί με κλάμα. Είναι απόγνωση. Χειρότερα, είναι απόγνωση συνοδευόμενη από συνεχή απορία του γιατί το κάνω αυτό στον εαυτό μου. Γαμώ τις ταχυπαλμίες, το τρέμουλο, την αναγούλα, γαμώ τις αϋπνίες, όλα αυτά ίσως περνούν. Το να νιώθω 24 ώρες την ημέρα πως είμαι ένα τεράστιο λάθος, εγώ και όλη μου η υπόσταση, πώς διορθώνεται; Γιατί ενώ με μεγάλωσαν σε ένα όμορφο περιβάλλον, γιατί ενώ έχω επιζήσει από πράγματα πραγματικά σκληρά κι άσχημα, αυτή τη στιγμή της ζωής μου να με οδηγώ μονάχος μου στο απόλυτο κενό και στην απόλυτη λύπη δίχως να φαίνεται να μπορώ να το ελέγξω;



Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2018

Η τελευταία ερωτική επιστολή


Αγαπητή Κάρεν,

κάπως έτσι αρχίζει. Σκεφτόμουν σχετικά με Εμάς. Εμάς με κεφαλαίο Έψιλον. Την ιστορία Μας. Πώς σκατά μπορώ να την ανακεφαλαιώσω; Υπήρξε τέλεια; Δύσκολα. Οποιαδήποτε ιστορία με εμένα στο κέντρο της δεν θα είναι τίποτα λιγότερο από ένα τεράστιο μπέρδεμα. Αλλά ορίστε τι ξέρω με σιγουριά: οι δικές μας όμορφες ημέρες ήταν ένα πράγμα γεμάτο γαμημένη, αγνή ομορφιά.

Οι εφιάλτες, τα χανγκόβερ, τα γαμήσια και το ξύλο… Η πανέμορφη, λαμπρή παραφροσύνη σε αυτή τη δικιά μας πόλη… όπου για χρόνια ξυπνούσα, τα έκανα σκατά όλα, έλεγα «συγγνώμη», λιποθυμούσα και μετά τα έκανα όλα ξανά από την αρχή. Ως συγγραφέας, λατρεύω τα χαρούμενα τέλη. Ο άντρας κερδίζει τη γυναίκα, τη σώζει από τον εαυτό του, τέλος. Ως ένας άντρας που αγαπάει μία γυναίκα, καταλαβαίνω πως δεν υπάρχουν τέτοια πράγματα. Δεν υπάρχει ηλιοβασίλεμα – υπάρχει μονάχα το τώρα, κι είμαστε μονάχα εγώ κι εσύ. Το οποίο μπορεί να είναι τρομακτικό, μέχρι και γαμημένα άσχημο κάποιες φορές.

Όμως, αν κλείσεις τα μάτια και ακούσεις τον ψίθυρο της καρδιάς σου… εάν απλώς συνεχίσεις να προσπαθείς και ποτέ δεν πάψεις… Ανεξαρτήτως του πόσες φορές τα σκατώσαμε… Ώσπου η αρχή και το τέλος γίνουν θολά και μετατραπούν σε κάτι που ονομάζεται «Μέχρι να ξανασυναντηθούμε…»

Αυτό είναι. Δεν ήξερα πώς να το τελειώσω γιατί δεν τελειώνει, γιατί ποτέ δεν θα τελειώσει. Για όσο υπάρχω εγώ κι όσο υπάρχεις εσύ, και για όσο υπάρχει η ελπίδα.


{Το γράμμα του Χανκ Μούντι στην παντοτινή του αγαπημένη, Κάρεν}