Παρασκευή 11 Μαΐου 2018

Αισιόδοξο μπλόγκιν'

Είσαι 15. Μαθαίνεις το ίντερνετ. Συζητήσεις, υπονοούμενα, κοκκινίζουν τα μάγουλα πίσω από το πληκτρολόγιο. Διαβάζεις για το σχολείο. Νιώθεις κάβλες. Δεν ξέρεις τι είναι. Προχωράς.

Είσαι  20. Έμαθες το ίντερνετ. Περνάς ώρες στα τσατ ρούμς, νύχτες ατέλειωτες πάνω από μηνύματα που νομίζεις ότι είναι όλος σου ο κόσμος. «Τι να κάνω; Τι να πω;». Δεν ξέρεις τι κάνεις. Προχωράς.

Είσαι 25. Το ίντερνετ το σιχαίνεσαι. Περίπου 18 ώρες τη μέρα ασχολείσαι με αυτό. Σχέσεις, δουλειές, κανένα νέο, κανένα καινούριο απόφθεγμα κι όλα καλά. Νιώθεις ρηχός. Δεν προχωράς αλλά και τι να κάνεις;

Είσαι 30. Το ίντερνετ σού βρήκε σχέση. Αγαπάς. Σταθερή δουλειά, σταθερό άγχος, σταθερή στεναχώρια. Νιώθεις ρηχός. Προχώρησες με βήματα γοργά.

Είσαι 40. Το ίντερνετ ήταν πάντα εκεί. Έκανες οικογένεια, παλεύεις να βρεις πώς δεν θα μάθουν γρήγορα τα παιδιά σου το ίντερνετ, την ώρα που σκρολάρεις στο κινητό. Νιώθεις ρηχός. Δεν προχωράς, προχωράνε τα παιδιά σου.

Είσαι 80. Το ίντερνετ μεγάλωσε εσένα, τα παιδιά και τώρα τα εγγόνια σου. 3 γενιές μάθανε το λάικ, το πέσιμο το ιντερνετικό, δεν μάθανε να λένε σ'αγαπώ που κρατάνε, νιώθουν ρηχοί απ' τα 20 ως τα 80 και ποτέ δεν ανοίξανε βιβλίο.

«Μα το ίντερνετ μου έμαθε τον έρωτα», είπε και πέθανε ρηχός.


Τετάρτη 2 Μαΐου 2018

Η ευχή

Σου εύχομαι να γυρίσουν όλοι
Να τους αγαπήσεις όλους
Να πεθάνεις για όλους
Να έρθει η απομυθοποίηση
Να γυρίσεις σε μένα
Που με απομυθοποίησες

πριν καν με γνωρίσεις.


Πάρε και τραγούδι: 9 crimes

Ο λόγος

Υπάρχει ένας λόγος που οι ποιητές δεν γίνονται ζωγράφοι:
δεν τους νοιάζει η τέρψη που έρχεται από τα μάτια

Υπάρχει ένας λόγος που οι ποιητές δεν γίνονται μουσικοί:
δεν τους απασχολεί να χαϊδεύουνε αυτιά

Υπάρχει ένας λόγος που εγώ γράφω ποιήματα: 
το όνομά σου κι όλη του η υπόσταση

Υπάρχει ένας λόγος που εγώ δεν έγινα τίποτα:
εσύ κι η γαμημένη ποίησή σου


Τετάρτη 21 Μαρτίου 2018

Υστερίες

Πώς θα ζητήσω ένα ψωμί απ΄τον μπακάλη;
Πώς θα αγοράσω απ' το περίπτερο μια κάρτα;
Γιατί δεν είμαι ευγενικός με τους αγνώστους;
Γιατί αγχώνομαι όταν πάω να πω κάτι;
Γιατί να ιδρώνω όταν πέφτω στο κρεβάτι;
Γιατί ο ύπνος να μην έρχεται ποτέ του;

Και δεν μιλούσα αν το ψωμί ήτανε μάπα
Και στο περίπτερο με λέγανε μαλάκα
Και οι αγνώστοι με κοιτούσαν με υποψία 
Κι όλο το άγχος μου με στήνει στη γωνία
Και το κρεβάτι μου ιδρώνει από αίμα
Κι ο ύπνος πήρε μακριά του και εσένα


Ερωτικό

Θυμάμαι κάποια μέρα που δεν ήταν όλα ασπρόμαυρα
Είχε και μυρωδιές πολλές και μάλιστα ευωδιαστές
Είχα κι εγώ ένα χαμόγελο καρφιτσωμένο
Αδιαφορώντας για το γιατί
Όμως τα δευτερόλεπτα χαράς περάσαν
Οι σκέψεις ήρθαν και πήραν τις αισθήσεις
Οι μυρωδιές πήρανε απουσία
Ο ήλιος μαύρισε και η καρδιά μου γκρίζα
Και το χαμόγελο το έκλεισα στο ράφι
Αντί λοιπόν να σε κοιτώ με την καρδιά μου
Έβαλα το μυαλό μου να σε αποχαιρετίσει.


Ίδια

Όλα όσα γράφω είναι ίδια
Και δεν επιθυμώ κιόλας να αλλάξουν
Η βαρετή ζωή συνεπάγεται συνέπεια
Η βαρετή γραφή συνεπάγεται αηδία
Κι εγώ αηδίασα απ' τη συνέπεια
Τόσο που οι λέξεις μου στερέψαν


Ψευδαίσθηση

Να ήταν όλα εύκολα ευχόμουν
Να μην ήταν μαχαίρι η σιωπή
Να μην πονούσε τόσο η απουσία 
Να ήταν ελαφριά η προσμονή
Κι όταν ελάφρυνε η καρδιά μου
Κι όταν δεν ένιωσα τον πόνο
Κι όταν σταμάτησε η σιωπή σου
Όλα γίνανε δύσκολα.


Απορία

Είναι η απορία μου μεγάλη
Για το πώς μπορούν οι ερωτευμένοι να ζουν
Μαζί και χώρια
Απορώ πώς ζουν μαζί με την κινητή ταχυκαρδία τους
Αναρωτιέμαι πώς ζουν δίχως ιδρώτα στα σεντόνια 
Είναι η απορία μου μεγάλη
Για το πώς μπορούν οι ερωτευμένοι να ζουν


Τετάρτη 21 Φεβρουαρίου 2018

Βλακεία

Πείθω τους πάντες για το απύθμενο βάθος μου
Ίσως το μόνο απύθμενο μέσα μου 
Να είναι η βλακεία. 


Δευτέρα 27 Νοεμβρίου 2017

Δακτυλοδεικτούμενος

Δακτυλοδεικτούμενος νεαρός αναρωτιέται φωναχτά
«Φταίω εγώ που με κοιτούν ή φταίνε εκείνοι;»
Έτρεξα δίπλα του, στερνή παρηγοριά 
Με κοίταξε σαν να 'μουν η Σελήνη

Με διαπερνούσε ρίγος σκοτεινό 
Ήμουνα στέγαστρο κι εκείνος μία πέτρα
Βροχή τον έσκιζε με θόρυβο στα δυο
Ο κρότος που έκανε αντήχησε στα δέντρα

Εκείνα άρχισαν να τρέμουν φωναχτά
Διαμαρτύρονταν θαρρείς για τους ανθρώπους
Ο νεαρός παρατηρούσε σιωπηλά
Τα δέντρα γίνανε ανθρώποι, αλλάξαν τρόπους

Της τελευταίας εικόνας ήχος ήταν η σιωπή
Του τελευταίου δέντρου ήχος, ένας κρότος
Ο νεαρός έβγαλε, τέλος, μια κραυγή
Να με σκοτώσει ήτανε ο μόνος τρόπος

Ο τρόπος ήταν για να γίνει και αυτός
Ίδιος με το πλήθος που τον έδειχνε 
Δακτυλοδείχνει τώρα πια ο νεαρός
Εμένα και ό,τι απ' το κουφάρι μου απέμεινε